- ἐμπνεόμενα
- ἐμπνέωblowpres part mp neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic)ἐμπνέωblowpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμπνεομένας — ἐμπνεομένᾱς , ἐμπνέω blow pres part mp fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπνεομένᾱς , ἐμπνέω blow pres part mp fem gen sg (doric aeolic) ἐμπνεομένᾱς , ἐμπνέω blow pres part mp fem acc pl ἐμπνεομένᾱς , ἐμπνέω blow pres part mp fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνέω — και επικ. τ. καταπνείω (Α) 1. εκπνέω πνοή πάνω σε κάποιον ή κάτι, φυσώ κάποιον από πάνω 2. (για ανέμους) α) φυσώ β) επιπνέω, φυσώ πάνω σε κάποιον 3. εμπνέω («θεὸς καταπνεῑσε», Ευρ.) 4. μτφ. επέρχομαι ξαφνικά, επισκήπτω 5. παθ. α) (για τόπους)… … Dictionary of Greek
Μπίχνερ, Γκέοργκ — (Georg Buchner, Γκόντελαου, Ντάρμστατ 1813 – Ζυρίχη 1837). Γερμανός συγγραφέας και δραματουργός. Η σύγχρονη κριτική, επανεξετάζοντας την προσωπικότητα και το έργο του, τον συνδέει με την επικράτηση του εξπρεσιονισμού, του οποίου μερικοί τον… … Dictionary of Greek
Ντέλα Ρόμπια, Λούκα — (Luca Della Robbia, Φλωρεντίνα 1400 – 1482). Ιταλός γλύπτης και πηλοπλάστης.Υπήρξε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες γλύπτες της Φλωρεντίας του 15ου αι. Εκπροσωπεί μια από τις κλασικίζουσες τάσεις της τοσκανικής γοτθικής τέχνης, αλλά διαφέρει από… … Dictionary of Greek